- πρόσφθεγμα
- πρόσφθεγμαaddressneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσφθεγμα — έγματος, τὸ, ΜΑ [προσφθέγγομαι] προσφώνηση, χαιρετισμός («νεκροὺς ἐξανέστησας, ζωοποιῷ σου προσφθέγματι», Μηναί.) αρχ. επίθετο, προσωνυμία («Σαπφοῡς τὸ ἡδὺ πρόσφθεγμα», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
προσφθεγμάτων — πρόσφθεγμα address neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγμασι — πρόσφθεγμα address neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγμασιν — πρόσφθεγμα address neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγματα — πρόσφθεγμα address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγματι — πρόσφθεγμα address neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγματος — πρόσφθεγμα address neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθέγματ' — προσφθέγματα , πρόσφθεγμα address neut nom/voc/acc pl προσφθέγματι , πρόσφθεγμα address neut dat sg προσφθέγματε , πρόσφθεγμα address neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek